μέτρον

μέτρον
μέτρον (-ον, -ῳ, -ον; -α acc.)
a due measure (in) c. gen.

ἕπεται δ' ἐν ἑκάστῳ μέτρον O. 13.48

χρὴ δὲ κατ' αὐτὸν αἰεὶ παντὸς ὁρᾶν μέτρον P. 2.34

δαίμων δὲ παρίσχει, ἄλλοτ' ἄλλον ὕπερθε βάλλων, ἄλλον δ ὑπὸ χειρῶν μέτρῳ καταβαίνει ( reduces to moderation: post χειρῶν distinxit Bergk, v. l. μέτρον) P. 8.78

κερδέων δὲ χρὴ μέτρον θηρευέμεν N. 11.47

ἀγαπᾶται, μέτρα μὲν γνώμᾳ διώκων, μέτρα δὲ καὶ κατέχων (τὰ προσήκοντα Σ. cf. Herakleitos, B 30 D—K, but v. κατέχω) I. 6.71 πρίν τις εὐθυμίᾳ σκιαζέτω νόημ' ἄκοτον ἐπὶ μέτρα (μετρίως Σ.) Pae. 1.3
b measure of time
a compass, space

ὁ γὰρ καιρὸς πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχει P. 4.286

πάντα δ' ἐξειπεῖν ἀφαιρεῖται βραχὺ μέτρον ἔχων ὕμνος I. 1.62

II (musical, metrical) measure.

ἰὴ ἰῆτε νῦν μέτρα παιηόνων ἰῆτε νέοι Pae. 6.121

c measure of distance. ἐξεπόνησ' ἐπιτακτὸν ἀνὴρ μέτρον sc. Jason, while ploughing with the oxen of Aietes P. 4.237
d curb, bridle τίς γὰρ ἱππείοις ἐν ἔντεσσιν μέτρα ἐπέθηκ; (τὰ ἵππεια μέτρα τοῦ χαλινοῦ Σ, a ref. to the cult of Ἀθηνᾶ Χαλινῖτις at Korinth) O. 13.20

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μέτρον — μέτρον, τὸ (ΑΜ) βλ. μέτρο …   Dictionary of Greek

  • μέτρον — that by which anything is measured neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πάντων μέτρον ἄριστον. — πάντων μέτρον ἄριστον. См. Всему счет, мера и граница …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Αδώνιον μέτρον — Αρχαία μετρική ποιητική μονάδα, που έκλεινε τις στροφές ποιημάτων γραμμένων κυρίως σε δακτυλικά μέτρα. Ο στίχος προήλθε από τη συνένωση ενός δάκτυλου και ενός σπονδείου (με αδιάφορη την ποσότητα της τελευταίας συλλαβής.. Ονομάστηκε έτσι από την… …   Dictionary of Greek

  • γλυκώνιον μέτρον — Μέτρο της αρχαίας ελληνικής στιχουργικής, που το αποτελούσαν τρεις τροχαίοι και ένας δάκτυλος (τετραποδία),που είχε την πρώτη ή δεύτερη ή τρίτη θέση ανάμεσα στους τέσσερις αυτούς πόδες …   Dictionary of Greek

  • μέτρω — μέτρον that by which anything is measured neut nom/voc/acc dual μέτρον that by which anything is measured neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέτρα — μέτρον that by which anything is measured neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέτροις — μέτρον that by which anything is measured neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέτροισι — μέτρον that by which anything is measured neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέτροισιν — μέτρον that by which anything is measured neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέτρου — μέτρον that by which anything is measured neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”